ορειβατικός

ορειβατικός
-ή, -ό (Α ὀρειβατικός, -ή, -όν) [ορειβάτης]
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην ορειβασία
2. αυτός που ασχολείται με την άσκηση τής ορειβασίας
3. ο κατάλληλος να δρα σε ορεινά σημεία («ορειβατικό πυροβολικό»)
αρχ.
κατάλληλος για τη διάβαση τών ορέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορειβατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον αθλητισμό της ορειβασίας: Ορειβατικός σύλλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • όμιλος — ο 1. ομάδα ανθρώπων, παρέα, συντροφιά. 2. σωματείο, εταιρεία, σύλλογος: Εκπαιδευτικός, ορειβατικός όμιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”