- ορειβατικός
- -ή, -ό (Α ὀρειβατικός, -ή, -όν) [ορειβάτης]νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στην ορειβασία2. αυτός που ασχολείται με την άσκηση τής ορειβασίας3. ο κατάλληλος να δρα σε ορεινά σημεία («ορειβατικό πυροβολικό»)αρχ.κατάλληλος για τη διάβαση τών ορέων.
Dictionary of Greek. 2013.